Το πορτοκάλι και μια ηλιαχτίδα



Ήταν, κάποτε, µια µικρή ηλιαχτίδα. Μικρή, µα πολυταξιδεµένη. Και πού δεν είχε πάει! Είχε ταξιδέψει µέχρι τα πιο µακρινά αστέρια. Είχε διασχίσει το διάστηµα σκαρφαλωµένη πάνω σε βιαστικούς γαλαξίες. 
Μα πάντα γυρνούσε πίσω. Στη ζεστή αγκαλιά του ήλιου. 
Ώσπου µια µέρα αποφάσισε να έρθει στη Γη. Και ήρθε. Έπαιξε µε τα κύµατα. Κρύφτηκε µέσα στα σκοτεινά φυλλώµατα των δέντρων. ∆ροσίστηκε στα νερά των ποταµών. Κουβέντιασε, καθισµένη πάνω στα πέταλα µιας µαργαρίτας, µε τις µέλισσες και τις πετα- λούδες. Ακούµπησε πάνω στις φτερούγες ενός αηδονιού και τραγούδησε µαζί του. 
Και οι µέρες περνούσαν. «Πότε θα γυρίσεις πίσω;», τη ρωτούσε ο ήλιος. 
«Αχ, είναι όµορφη η Γη!», του απαντούσε εκείνη. «Άσε µε να µείνω για πάντα!». 
O ήλιος δεν της το χάλασε το χατίρι. «Μείνε!», της είπε. 
Κι η ηλιαχτίδα, χαρούµενη, άρχισε να ψάχνει να βρει το πού θα έστηνε το νέο σπιτικό της. Έψαξε εκεί που φυτρώνουν τα λουλούδια. Κι εκεί που υψώνονται τα πεύκα. Εκεί που κοιµούνται τα ελάφια. Εκεί που ξεδιψούνε τα πουλιά. Παντού ήταν όµορφα! Ποιο µέρος να πρωτοδιαλέξει; 
Ώσπου µια µέρα συνάντησε ένα δέντρο. Μικρό ήταν. Μα είχε καταπράσινα φύλλα, µε όµορφη µυρωδιά. Είχε και κάτι ολοστρόγγυλους καρπούς, που κρεµόντουσαν από τα κλαδιά του. Κάτω από τη φλούδα τους –κι αυτή µυρωδάτη ήταν– η ηλιαχτίδα άκουσε τους χυµούς να την προσκαλούνε: 
«Σ’ εµάς µείνε!», είπαν. «Σ’ αυτό το πορτοκάλι!». 
Κι έτσι έκανε. Από τότε είναι που το πορτοκάλι έχει αυτό το λαµπερό χρώµα. 
Όταν το πιάνεις στα χέρια σου, λες και κρατάς τον ήλιο. Ίδια µ’ αυτόν λάµπει.

Μ. Κοντολέων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου